Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιπποτροφέω
καθισσάμην
καθίστημι
καθό
καθοδηγέω
κάθοδος
καθολικός
καθόλου
καθομῑλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
View word page
καθ-οδηγέω
καθ-οδηγέωcontr.vb act as guidefor soldiersPlu.

ShortDef

to guide

Debugging

Headword:
καθοδηγέω
Headword (normalized):
καθοδηγέω
Headword (normalized/stripped):
καθοδηγεω
IDX:
20648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20649
Key:
καθοδηγέω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-οδηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-οδηγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>act as guide<Expl>for soldiers</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καθοδηγέω'}