Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιπποτροφέω
καθισσάμην
καθίστημι
καθό
καθοδηγέω
κάθοδος
καθολικός
καθόλου
καθομῑλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθόπλισις
View word page
καθισσάμην
καθισσάμηνep.aor.mid.seeκαθίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθισσάμην
Headword (normalized):
καθισσάμην
Headword (normalized/stripped):
καθισσαμην
IDX:
20645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20646
Key:
καθισσάμην

Data

{'headword_display': '<b>καθισσάμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθισσάμην<LblR>ep.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθισσάμην'}