Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιπποτροφέω
καθισσάμην
καθίστημι
καθό
καθοδηγέω
κάθοδος
καθολικός
καθόλου
καθομῑλέω
View word page
καθ-ιππάζομαι
καθ-ιππάζομαι
Ion.κατιππάζομαι
mid.vb
of cavalryoverruna regionHdt. fig., of Apollo, new divinitiesride roughshod overold goddesses, ancient lawsA.

ShortDef

to ride down, overrun with horse

Debugging

Headword:
καθιππάζομαι
Headword (normalized):
καθιππάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καθιππαζομαι
IDX:
20642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20643
Key:
καθιππάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>καθ-ιππάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-ιππάζομαι</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>κατιππάζομαι</FmHL></DL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of cavalry</Indic><Tr>overrun</Tr><Obj>a region<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>fig., of Apollo, new divinities</Indic><Tr>ride roughshod over</Tr><Obj>old goddesses, ancient laws<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καθιππάζομαι'}