Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
View word page
ἀ-φορολόγητος
φορολόγητοςονadjprivatv.prfx., φορολογέω of conquered peoplesnot subjected to tributePlb. Plu.

ShortDef

not subjected to tribute

Debugging

Headword:
ἀφορολόγητος
Headword (normalized):
ἀφορολόγητος
Headword (normalized/stripped):
αφορολογητος
IDX:
2063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2064
Key:
ἀφορολόγητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-φορολόγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>φορολόγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>φορολογέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of conquered peoples</Indic><Tr>not subjected to tribute</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀφορολόγητος'}