Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιπποτροφέω
View word page
καθ-ιζάνω
καθ-ιζάνω
Aeol.κατισδάνω
vb
sit down, take one's seatOd. Sapph. A. Thphr.of beessettlew.prep.phr.on plant-shootsIsoc.

ShortDef

to sit down

Debugging

Headword:
καθιζάνω
Headword (normalized):
καθιζάνω
Headword (normalized/stripped):
καθιζανω
IDX:
20634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20635
Key:
καθιζάνω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-ιζάνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>καθ-ιζάνω</HL><DL><Lbl>Aeol.</Lbl><FmHL>κατισδάνω</FmHL></DL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>sit down, take one's seat</Tr><Au>Od. Sapph. A. Thphr.</Au><vS2><Indic>of bees</Indic><Tr>settle</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>on plant-shoots<Au>Isoc.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καθιζάνω'}