Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
View word page
καθιερωτέος
καθιερωτέοςᾱ ονvbl.adj of kinds of song and danceto be consecratedin a statePl.

ShortDef

to be dedicated

Debugging

Headword:
καθιερωτέος
Headword (normalized):
καθιερωτέος
Headword (normalized/stripped):
καθιερωτεος
IDX:
20633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20634
Key:
καθιερωτέος

Data

{'headword_display': '<b>καθιερωτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθιερωτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of kinds of song and dance</Indic><Tr>to be consecrated<Expl>in a state</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καθιερωτέος'}