Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
View word page
καθιέρωσις
καθιέρωσιςεωςf consecration, dedicationof buildings, booty, or sim.Aeschin. Plu.of Vestal VirginsPlu.

ShortDef

a dedication

Debugging

Headword:
καθιέρωσις
Headword (normalized):
καθιέρωσις
Headword (normalized/stripped):
καθιερωσις
IDX:
20632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20633
Key:
καθιέρωσις

Data

{'headword_display': '<b>καθιέρωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καθιέρωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>consecration, dedication<Expl>of buildings, booty, or sim.</Expl></Tr><Au>Aeschin. Plu.</Au><nS2><Indic>of Vestal Virgins</Indic><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'καθιέρωσις'}