Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
καθῑ́κω
καθῑμάω
View word page
καθ-ιερεύω
καθ-ιερεύωvb sacrificepersonsArist. Plu.hyperbol., of loversthemselves, their belovedPl.

ShortDef

to sacrifice, offer

Debugging

Headword:
καθιερεύω
Headword (normalized):
καθιερεύω
Headword (normalized/stripped):
καθιερευω
IDX:
20630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20631
Key:
καθιερεύω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-ιερεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-ιερεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sacrifice</Tr><Obj>persons<Au>Arist. Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>hyperbol., of lovers</Indic><Obj>themselves, their beloved<Au>Pl.</Au> </Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καθιερεύω'}