Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικνέομαι
View word page
καθῆψα
καθῆψαaor.seeκαθάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθῆψα
Headword (normalized):
καθῆψα
Headword (normalized/stripped):
καθηψα
IDX:
20628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20629
Key:
καθῆψα

Data

{'headword_display': '<b>καθῆψα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθῆψα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθῆψα'}