Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
View word page
καθ-ησυχάζω
καθ-ησυχάζωvb of a group of peopleremain silentPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθησυχάζω
Headword (normalized):
καθησυχάζω
Headword (normalized/stripped):
καθησυχαζω
IDX:
20627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20628
Key:
καθησυχάζω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-ησυχάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-ησυχάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a group of people</Indic><Tr>remain silent</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καθησυχάζω'}