Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθηγήτειρα
καθηγητής
καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
καθίζω
View word page
καθήνυσα
καθήνυσαAtt.aor.seeκατανύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθήνυσα
Headword (normalized):
καθήνυσα
Headword (normalized/stripped):
καθηνυσα
IDX:
20625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20626
Key:
καθήνυσα

Data

{'headword_display': '<b>καθήνυσα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθήνυσα<LblR>Att.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατανύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθήνυσα'}