Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καθηγέομαι
καθηγήτειρα
καθηγητής
καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιζάνω
View word page
καθημμένος
καθημμένος
pf.pass.ptcpl.
see
καθάπτω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθημμένος
Headword (normalized):
καθημμένος
Headword (normalized/stripped):
καθημμενος
IDX:
20624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20625
Key:
καθημμένος
Data
{'headword_display': '<b>καθημμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθημμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθημμένος'}