Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθῃ
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηγήτειρα
καθηγητής
καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
καθιδρῡ́ω
καθιερεύω
καθιερόω
καθιέρωσις
View word page
καθημερείᾱ
καθημερείᾱᾱςfκαθημέριος daily routineof a soldierPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθημερείᾱ
Headword (normalized):
καθημερείᾱ
Headword (normalized/stripped):
καθημερεια
IDX:
20622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20623
Key:
καθημερείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καθημερείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καθημερείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καθημέριος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>daily routine<Expl>of a soldier</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καθημερείᾱ'}