Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
View word page
ἀ-φόρμικτος
φόρμικτοςονadjprivatv.prfx., φορμίζω of a chant fr. Erinyesunaccompanied by a lyremournfulA.

ShortDef

without the lyre

Debugging

Headword:
ἀφόρμικτος
Headword (normalized):
ἀφόρμικτος
Headword (normalized/stripped):
αφορμικτος
IDX:
2061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2062
Key:
ἀφόρμικτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-φόρμικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>φόρμικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>φορμίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chant fr. Erinyes</Indic><Def>unaccompanied by a lyre</Def><Tr>mournful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀφόρμικτος'}