Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθεύδω
καθευρησιλογέω
καθεψιάομαι
καθέψω
κάθῃ
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηγήτειρα
καθηγητής
καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
κάθημαι
καθημερείᾱ
καθημέριος
καθημμένος
καθήνυσα
κάθηρα
καθησυχάζω
καθῆψα
View word page
καθῆκα
καθῆκαaor.seeκαθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθῆκα
Headword (normalized):
καθῆκα
Headword (normalized/stripped):
καθηκα
IDX:
20618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20619
Key:
καθῆκα

Data

{'headword_display': '<b>καθῆκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθῆκα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθῆκα'}