Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθέρπω
κάθες
κάθεσα
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθέσω
κάθετον
κάθετος
καθεύδω
καθευρησιλογέω
καθεψιάομαι
καθέψω
κάθῃ
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθηγήτειρα
καθηγητής
καθηδυπαθέω
καθῆκα
καθήκω
καθηλόω
View word page
καθ-εψιάομαι
καθ-εψιάομαιmid.contr.vb amuse oneselfat another's expensemock, jeer atw.gen.someoneOd.

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καθεψιάομαι
Headword (normalized):
καθεψιάομαι
Headword (normalized/stripped):
καθεψιαομαι
IDX:
20610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20611
Key:
καθεψιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>καθ-εψιάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>καθ-εψιάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>amuse oneself<Expl>at another's expense</Expl></Def><vS2><Tr>mock, jeer at</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καθεψιάομαι'}