Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθέλκω
καθέμεν
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
καθέρματα
καθέρπω
κάθες
κάθεσα
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθέσω
κάθετον
κάθετος
καθεύδω
καθευρησιλογέω
καθεψιάομαι
καθέψω
κάθῃ
καθηγεμών
καθηγέομαι
View word page
καθεστήξω
καθεστήξωfut.pf.καθεστώςpf.ptcpl.seeκαθίσταμαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθεστήξω
Headword (normalized):
καθεστήξω
Headword (normalized/stripped):
καθεστηξω
IDX:
20604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20605
Key:
καθεστήξω

Data

{'headword_display': '<b>καθεστήξω</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθεστήξω<LblR>fut.pf.</LblR></RefFm><RefFm>καθεστώς<LblR>pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίσταμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθεστήξω'}