Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπῑ́νω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζομαι
ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
View word page
ἀποπληκτικός
ἀποπληκτικόςή όνadjἀποπλήσσωof a personof the paralysed kinddisabledArist.

ShortDef

paralysed

Debugging

Headword:
ἀποπληκτικός
Headword (normalized):
ἀποπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
αποπληκτικος
IDX:
205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-206
Key:
ἀποπληκτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀποπληκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποπληκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποπλήσσω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the paralysed kind</Def><Tr>disabled</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποπληκτικός'}