Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέμεν
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
καθέρματα
καθέρπω
View word page
καθεῖσαν
καθεῖσαν3pl.athem.aor.καθεῖτο3sg.plpf.pass.seeκαθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθεῖσαν
Headword (normalized):
καθεῖσαν
Headword (normalized/stripped):
καθεισαν
IDX:
20590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20591
Key:
καθεῖσαν

Data

{'headword_display': '<b>καθεῖσαν</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθεῖσαν<LblR>3pl.athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>καθεῖτο<LblR>3sg.plpf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθεῖσαν'}