Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέμεν
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
καθέρματα
View word page
καθεῖσα
καθεῖσα
aor.
καθεισάμην
aor.mid.
see
καθίζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθεῖσα
Headword (normalized):
καθεῖσα
Headword (normalized/stripped):
καθεισα
IDX:
20589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20590
Key:
καθεῖσα
Data
{'headword_display': '<b>καθεῖσα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθεῖσα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>καθεισάμην<LblR>aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθεῖσα'}