Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθάψομαι
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέμεν
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
View word page
κάθειρξις
κάθειρξιςεωςAtt.fκατείργω shutting inrepressionw.gen.of one's desiresPlu.

ShortDef

shutting in, confining

Debugging

Headword:
κάθειρξις
Headword (normalized):
κάθειρξις
Headword (normalized/stripped):
καθειρξις
IDX:
20588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20589
Key:
κάθειρξις

Data

{'headword_display': '<b>κάθειρξις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κάθειρξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>Att.f</PS><Ety><Ref>κατείργω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>shutting in</Def><Tr>repression<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of one's desires</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κάθειρξις'}