Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καθαρτικός
καθαρῶ
καθαυαίνω
καθάψομαι
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
καθεκτός
καθελίσσω
καθέλκω
καθέμεν
View word page
καθειμαρμένος
καθειμαρμένος
pf.pass.ptcpl.
see
καταμείρομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθειμαρμένος
Headword (normalized):
καθειμαρμένος
Headword (normalized/stripped):
καθειμαρμενος
IDX:
20585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20586
Key:
καθειμαρμένος
Data
{'headword_display': '<b>καθειμαρμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθειμαρμένος<LblR>pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταμείρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθειμαρμένος'}