Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθαρῶ
καθαυαίνω
καθάψομαι
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
καθεκτός
καθελίσσω
View word page
καθείληφα
καθείληφαAtt.pf.seeκαταλαμβάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθείληφα
Headword (normalized):
καθείληφα
Headword (normalized/stripped):
καθειληφα
IDX:
20583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20584
Key:
καθείληφα

Data

{'headword_display': '<b>καθείληφα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθείληφα<LblR>Att.pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταλαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθείληφα'}