Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθαρῶ
καθαυαίνω
καθάψομαι
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
καθεῖσα
καθεῖσαν
καθεκτέον
View word page
καθέηκα
καθέηκαep.aor.seeκαθίημι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθέηκα
Headword (normalized):
καθέηκα
Headword (normalized/stripped):
καθεηκα
IDX:
20581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20582
Key:
καθέηκα

Data

{'headword_display': '<b>καθέηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθέηκα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθέηκα'}