Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
καθαρῶ
καθαυαίνω
καθάψομαι
καθέδρᾱ
καθέζομαι
καθέηκα
καθείατο
καθείληφα
καθεῖλον
καθειμαρμένος
καθεῖμεν
καθείργνῡμι
κάθειρξις
View word page
καθάψομαι
καθάψομαι
fut.mid.
see
καθάπτω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθάψομαι
Headword (normalized):
καθάψομαι
Headword (normalized/stripped):
καθαψομαι
IDX:
20578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20579
Key:
καθάψομαι
Data
{'headword_display': '<b>καθάψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>καθάψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθάψομαι'}