Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
καθαρτικός
View word page
καθαρισμός
καθαρισμόςοῦmκαθαρίζω purificationof the hands or body, ref. to ritual cleansingNT.of a leper, after being healedNT.of parents, after childbirthNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθαρισμός
Headword (normalized):
καθαρισμός
Headword (normalized/stripped):
καθαρισμος
IDX:
20565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20566
Key:
καθαρισμός

Data

{'headword_display': '<b>καθαρισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καθαρισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>καθαρίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>purification<Expl>of the hands or body, ref. to ritual cleansing</Expl></Tr><Au>NT.</Au><nS2><Indic>of a leper, after being healed</Indic><Au>NT.</Au></nS2><nS2><Indic>of parents, after childbirth</Indic><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'καθαρισμός'}