Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
καθαρός
καθαρότης
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτής
View word page
καθάριος
καθάριοςadjκαθαριότηςfseeκαθάρειοςκαθαρειότης

ShortDef

purgative medicine

Debugging

Headword:
καθάριος
Headword (normalized):
καθάριος
Headword (normalized/stripped):
καθαριος
IDX:
20564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20565
Key:
καθάριος

Data

{'headword_display': '<b>καθάριος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καθάριος</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>καθαριότης</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>καθάρειος</Ref><Ref>καθαρειότης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καθάριος'}