Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαρισμός
κάθαρμα
καθαρμόζω
καθαρμός
View word page
καθαπτός
καθαπτόςή όνadjκαθάπτωof Dionysusequipped, arrayedw.dat.w. thyrsos and fawnskinE.fr.

ShortDef

bound with, equipt with

Debugging

Headword:
καθαπτός
Headword (normalized):
καθαπτός
Headword (normalized/stripped):
καθαπτος
IDX:
20558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20559
Key:
καθαπτός

Data

{'headword_display': '<b>καθαπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθαπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθάπτω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of Dionysus</Indic><Tr>equipped, arrayed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. thyrsos and fawnskin</Expl></Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'καθαπτός'}