Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρεύω
καθαρίζω
καθάριος
View word page
κάθαμμα
κάθαμμαατοςnκαθάπτω that which is fastenedfig.ref. to a tangle of misunderstandingknotw.gen.of wordsE.

ShortDef

knot

Debugging

Headword:
κάθαμμα
Headword (normalized):
κάθαμμα
Headword (normalized/stripped):
καθαμμα
IDX:
20554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20555
Key:
κάθαμμα

Data

{'headword_display': '<b>κάθαμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάθαμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καθάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is fastened</Def><nS2><Indic>fig.ref. to a tangle of misunderstanding</Indic><Tr>knot<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of words</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κάθαμμα'}