Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρεύω
View word page
καθ-άλλομαι
καθ-άλλομαιmid.vbκατάaor.2 ptcpl.
καθαλόμενος
of a personleap downfr. a horseX.of a horsejump downfr. a heightX.of a tempestswoop downIl.

ShortDef

to leap down

Debugging

Headword:
καθάλλομαι
Headword (normalized):
καθάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καθαλλομαι
IDX:
20552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20553
Key:
καθάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>καθ-άλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-άλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>κατά</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.2 ptcpl.</Lbl><Form>καθαλόμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>leap down<Expl>fr. a horse</Expl></Tr><Au>X.</Au><vS2><Indic>of a horse</Indic><Tr>jump down<Expl>fr. a height</Expl></Tr><Au>X.</Au></vS2><vS2><Indic>of a tempest</Indic><Tr>swoop down</Tr><Au>Il.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καθάλλομαι'}