Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
καθάπτω
View word page
καθαιρετός
καθαιρετόςή όνadjof a skillable to be achievedby practiceTh.

ShortDef

to be taken

Debugging

Headword:
καθαιρετός
Headword (normalized):
καθαιρετός
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετος
IDX:
20549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20550
Key:
καθαιρετός

Data

{'headword_display': '<b>καθαιρετός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθαιρετός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a skill</Indic><Tr>able to be achieved<Expl>by practice</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καθαιρετός'}