Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καήμεναι
καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
καθαπτός
View word page
καθαιρέτης
καθαιρέτηςουm overthrowerw.gen.of enemiesTh.

ShortDef

a putter down, overthrower

Debugging

Headword:
καθαιρέτης
Headword (normalized):
καθαιρέτης
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετης
IDX:
20548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20549
Key:
καθαιρέτης

Data

{'headword_display': '<b>καθαιρέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καθαιρέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>overthrower<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of enemies</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καθαιρέτης'}