Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κάειρα
καήμεναι
καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
καθάπαξ
καθάπερ
View word page
καθαιρετέος
καθαιρετέοςᾱ ονvbl.adj of Athenian powerto be overthrownTh.

ShortDef

to be put down

Debugging

Headword:
καθαιρετέος
Headword (normalized):
καθαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετεος
IDX:
20547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20548
Key:
καθαιρετέος

Data

{'headword_display': '<b>καθαιρετέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθαιρετέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Athenian power</Indic><Tr>to be overthrown</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καθαιρετέος'}