Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάδος
κᾶδος
Κάειρα
καήμεναι
καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθᾱμέριον
κάθαμμα
καθανύτω
View word page
κάθ-αιμος
κάθ-αιμοςονadjαἷμα of wounds, human flesh being eatenbloodstained, goryE.

ShortDef

bloodstained, bloody

Debugging

Headword:
κάθαιμος
Headword (normalized):
κάθαιμος
Headword (normalized/stripped):
καθαιμος
IDX:
20545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20546
Key:
κάθαιμος

Data

{'headword_display': '<b>κάθ-αιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κάθ-αιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἷμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of wounds, human flesh being eaten</Indic><Tr>bloodstained, gory</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κάθαιμος'}