Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καδίσκος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
κᾶδος
Κάειρα
καήμεναι
καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
View word page
καθαιμακτός
καθαιμακτόςόνadjκαθαιμάσσω of a corpsebloodstainedE.

ShortDef

bloodstained, bloody

Debugging

Headword:
καθαιμακτός
Headword (normalized):
καθαιμακτός
Headword (normalized/stripped):
καθαιμακτος
IDX:
20542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20543
Key:
καθαιμακτός

Data

{'headword_display': '<b>καθαιμακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθαιμακτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθαιμάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a corpse</Indic><Tr>bloodstained</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καθαιμακτός'}