Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
View word page
ἀφ-οπλίζομαι
ἀφοπλίζομαιmid.vb remove one's equipmenttake offone's armourIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφοπλίζομαι
Headword (normalized):
ἀφοπλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αφοπλιζομαι
IDX:
2053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2054
Key:
ἀφοπλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀφ-οπλίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀφ<hyph/>οπλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>remove one's equipment</Def><vS2><Tr>take off</Tr><Obj>one's armour<Au>Il.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀφοπλίζομαι'}