Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾱ̓γώ
κάδ
καδδίζομαι
κάδδιχος
κάδδραθον
καδίσκος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
κᾶδος
Κάειρα
καήμεναι
καθά
καθαγίζω
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
View word page
Κάειρα
Κάειραfem.adjsee underΚᾱ́ρ2

ShortDef

a Carian woman

Debugging

Headword:
Κάειρα
Headword (normalized):
κάειρα
Headword (normalized/stripped):
καειρα
IDX:
20537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20538
Key:
Κάειρα

Data

{'headword_display': '<b>Κάειρα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Κάειρα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Κᾱ́ρ<Hm>2</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'Κάειρα'}