Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χώσω
χὤτε
κᾱ
καβαίνω
καββάλλω
Κάβειροι
κάγκανος
καγχαλάω
κᾱ̓γώ
κάδ
καδδίζομαι
κάδδιχος
κάδδραθον
καδίσκος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
κᾶδος
Κάειρα
καήμεναι
καθά
View word page
καδδίζομαι
καδδίζομαιpass.vbκάδδιχος pf.inf.
κεκαδδίσθαι
pf.of a personbe excluded by votePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καδδίζομαι
Headword (normalized):
καδδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καδδιζομαι
IDX:
20529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20530
Key:
καδδίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>καδδίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καδδίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>κάδδιχος</Ref></Ety></vHG> <FG><Tns><Lbl>pf.inf.</Lbl><Form>κεκαδδίσθαι</Form></Tns></FG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>be excluded by vote</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καδδίζομαι'}