Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χῶσις
χωστός
χωστρίς
χώσω
χὤτε
κᾱ
καβαίνω
καββάλλω
Κάβειροι
κάγκανος
καγχαλάω
κᾱ̓γώ
κάδ
καδδίζομαι
κάδδιχος
κάδδραθον
καδίσκος
Καδμογενής
Κάδμος
κάδος
κᾶδος
View word page
καγχαλάω
καγχαλάωcontr.vbep.3pl.w.diect.
καγχαλόωσι
ptcpl.
καγχαλόων
fem.
καγχαλόωσα
laughin exultation, satisfaction or derisionHom. AR.see alsoἐπικαγχαλάω

ShortDef

to laugh aloud

Debugging

Headword:
καγχαλάω
Headword (normalized):
καγχαλάω
Headword (normalized/stripped):
καγχαλαω
IDX:
20526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20527
Key:
καγχαλάω

Data

{'headword_display': '<b>καγχαλάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καγχαλάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>καγχαλόωσι</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>καγχαλόων</Form><Lbl>fem.</Lbl><Form>καγχαλόωσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>laugh<Expl>in exultation, satisfaction or derision</Expl></Tr><Au>Hom. AR.</Au><XR>see also<Ref>ἐπικαγχαλάω</Ref></XR> </vS1> </VE>', 'key': 'καγχαλάω'}