Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χῶρος
χωροφιλέω
χωσθήσομαι
χῶσις
χωστός
χωστρίς
χώσω
χὤτε
κᾱ
καβαίνω
καββάλλω
Κάβειροι
κάγκανος
καγχαλάω
κᾱ̓γώ
κάδ
καδδίζομαι
κάδδιχος
κάδδραθον
καδίσκος
Καδμογενής
View word page
καββάλλω
καββάλλωep.vbseeκαταβάλλω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καββάλλω
Headword (normalized):
καββάλλω
Headword (normalized/stripped):
καββαλλω
IDX:
20523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20524
Key:
καββάλλω

Data

{'headword_display': '<b>καββάλλω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καββάλλω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταβάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καββάλλω'}