Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χωρέω
χῶρι
χωρῑ́διον
χωρίζω
χωρικός
χωρίον
χωρίς
χωρισμός
χωριστός
χωρῖται
χωρῑτικός
χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χωσθήσομαι
χῶσις
χωστός
χωστρίς
χώσω
χὤτε
κᾱ
View word page
χωρῑτικός
χωρῑτικόςή όνadj of a mass of peoplefrom the countrysidePlu.v.l. χωρικός χωρῑτικῶςadv in a rustic fashionX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χωρῑτικός
Headword (normalized):
χωρῑτικός
Headword (normalized/stripped):
χωριτικος
IDX:
20511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20512
Key:
χωρῑτικός

Data

{'headword_display': '<b>χωρῑτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χωρῑτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a mass of people</Indic><Tr>from the countryside</Tr><Au>Plu.<LblR>v.l. <Gr>χωρικός</Gr></LblR></Au></aS1> <Adv><vHG><HL>χωρῑτικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>in a rustic fashion</Tr><Au>X.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'χωρῑτικός'}