Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
View word page
ἀ-φοίβαντος
φοίβαντοςονadjprivatv.prfx., φοιβάω of a murdereruncleansedA.

ShortDef

uncleansed, unclean

Debugging

Headword:
ἀφοίβαντος
Headword (normalized):
ἀφοίβαντος
Headword (normalized/stripped):
αφοιβαντος
IDX:
2050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2051
Key:
ἀφοίβαντος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-φοίβαντος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>φοίβαντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>φοιβάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a murderer</Indic><Tr>uncleansed</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀφοίβαντος'}