Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χυτρόγαυλος
χυτρόπους
χύτρος
χυτρώδης
χὠ
χωλαίνω
χωλείᾱ
χωλεύω
χωλοποιός
χωλός
χωλότης
χῶμα
χῶν
χωνεύω
χώνη
χώννῡμι
χώομαι
χώρᾱ
χωρέω
χῶρι
χωρῑ́διον
View word page
χωλότης
χωλότηςητοςf lamenessPlu.

ShortDef

lameness

Debugging

Headword:
χωλότης
Headword (normalized):
χωλότης
Headword (normalized/stripped):
χωλοτης
IDX:
20493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20494
Key:
χωλότης

Data

{'headword_display': '<b>χωλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χωλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>lameness</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χωλότης'}