Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
View word page
ἀφοβό-σπλαγχνος
ἀφοβόσπλαγχνοςονadjσπλάγχνον of a personwith fearless innardsfearless, gutsyAr.

ShortDef

fearless of heart

Debugging

Headword:
ἀφοβόσπλαγχνος
Headword (normalized):
ἀφοβόσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
αφοβοσπλαγχνος
IDX:
2048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2049
Key:
ἀφοβόσπλαγχνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀφοβό-σπλαγχνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀφοβό<hyph/>σπλαγχνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπλάγχνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>with fearless innards</Def><Tr>fearless, gutsy</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀφοβόσπλαγχνος'}