Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χυτλάζω
χυτλόομαι
χύτο
χυτός
χύτρᾱ
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίς
χυτρόγαυλος
χυτρόπους
χύτρος
χυτρώδης
χὠ
χωλαίνω
χωλείᾱ
χωλεύω
χωλοποιός
χωλός
χωλότης
χῶμα
View word page
χυτρό-πους
χυτρό-πουςποδοςmπούς earthenware vessel with legspotHes.

ShortDef

a pot with feet

Debugging

Headword:
χυτρόπους
Headword (normalized):
χυτρόπους
Headword (normalized/stripped):
χυτροπους
IDX:
20484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20485
Key:
χυτρόπους

Data

{'headword_display': '<b>χυτρό-πους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χυτρό-πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>earthenware vessel with legs</Def><Tr>pot</Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χυτρόπους'}