Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χύντο
χύσις
χύτλα
χυτλάζω
χυτλόομαι
χύτο
χυτός
χύτρᾱ
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίς
χυτρόγαυλος
χυτρόπους
χύτρος
χυτρώδης
χὠ
χωλαίνω
χωλείᾱ
χωλεύω
χωλοποιός
View word page
χυτρεύς
χυτρεύςέωςm potterHippon. Pl.

ShortDef

a potter

Debugging

Headword:
χυτρεύς
Headword (normalized):
χυτρεύς
Headword (normalized/stripped):
χυτρευς
IDX:
20481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20482
Key:
χυτρεύς

Data

{'headword_display': '<b>χυτρεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χυτρεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>potter</Tr><Au>Hippon. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χυτρεύς'}