Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χῡμίζω
χῡμός
χύντο
χύσις
χύτλα
χυτλάζω
χυτλόομαι
χύτο
χυτός
χύτρᾱ
χύτρειος
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίς
χυτρόγαυλος
χυτρόπους
χύτρος
χυτρώδης
χὠ
χωλαίνω
χωλείᾱ
View word page
χύτρειος
χύτρειοςᾱ ονadjof the clatterof potsAr.

ShortDef

earthenware, pottery

Debugging

Headword:
χύτρειος
Headword (normalized):
χύτρειος
Headword (normalized/stripped):
χυτρειος
IDX:
20479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20480
Key:
χύτρειος

Data

{'headword_display': '<b>χύτρειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χύτρειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the clatter</Indic><Tr>of pots</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χύτρειος'}