Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄφιππος
ἀφίστημι
ἀφῖχθαι
ἄφλαστον
ἄφλεκτος
ἄφλοιος
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἄφνος
ἄφνω
ἀφόβητος
ἀφοβίᾱ
ἄφοβος
ἀφοβόσπλαγχνος
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφοπλίζομαι
ἀφοράω
ἀφόρητος
View word page
ἀ-φόβητος
φόβητοςονadjprivatv.prfx., φοβητός unafraidw.gen.of JusticeS.

ShortDef

without fear of

Debugging

Headword:
ἀφόβητος
Headword (normalized):
ἀφόβητος
Headword (normalized/stripped):
αφοβητος
IDX:
2045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2046
Key:
ἀφόβητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-φόβητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>φόβητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>φοβητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>unafraid<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of Justice</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀφόβητος'}