Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσοτευχής
χρῡσότοξος
χρῡσοτρίαινα
χρῡσότυπος
χρῡσοῦς
χρῡσοφάεννος
χρῡσοφαής
χρῡσοφάλαρος
χρῡσόφαντος
χρῡσοφεγγής
χρῡσοφορέω
χρῡσοφόρμιγξ
χρῡσοφόρος
χρῡσοφύλαξ
χρῡσοχαῖτα
χρῡσοχάλῑνος
χρῡσοχίτων
χρῡσοχοεῖον
χρῡσοχοέω
χρῡσοχόος
χρῡ́σωμα
View word page
χρῡσοφορέω
χρῡσοφορέωcontr.vbχρῡσοφόρος of womenwear gold jewelleryHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσοφορέω
Headword (normalized):
χρῡσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
χρυσοφορεω
IDX:
20444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20445
Key:
χρῡσοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χρῡσοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>χρῡσοφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of women</Indic><Tr>wear gold jewellery</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χρῡσοφορέω'}