Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χρῡσόραπις
χρῡσόροος
χρῡσόροφος
χρῡσόρραπις
χρῡσόρρυτος
χρῡσός
χρῡσοστέφανος
χρῡσοστεφής
χρῡσόστροφος
χρῡσότερος
χρῡσότευκτος
χρῡσοτευχής
χρῡσότοξος
χρῡσοτρίαινα
χρῡσότυπος
χρῡσοῦς
χρῡσοφάεννος
χρῡσοφαής
χρῡσοφάλαρος
χρῡσόφαντος
χρῡσοφεγγής
View word page
χρῡσό-τευκτος
χρῡσό-τευκτοςονadjτεύχω of objectsmade from goldA. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρῡσότευκτος
Headword (normalized):
χρῡσότευκτος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοτευκτος
IDX:
20433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20434
Key:
χρῡσότευκτος

Data

{'headword_display': '<b>χρῡσό-τευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χρῡσό-τευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τεύχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of objects</Indic><Tr>made from gold</Tr><Au>A. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χρῡσότευκτος'}